- επιστοίβαση
- η (Μ ἐπιστοίβασις) [επιστοιβάζω]στοίβαγμα, προσεχτική τοποθέτηση καρπών (σταφίδας, σύκων κ.λπ.) ώστε να χωρέσουν όσο το δυνατόν περισσότερα σε περιορισμένο χώρο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπιστοιβάσῃ — ἐπιστοιβάσηι , ἐπιστοίβασις piling up fem dat sg (epic) ἐπιστοιβάζω pile up aor subj mid 2nd sg ἐπιστοιβάζω pile up aor subj act 3rd sg ἐπιστοιβάζω pile up fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιστοίβαγμα — το [επιστοιβάζω] επιστοίβαση … Dictionary of Greek
επιστοιβακτής — ο (θηλ. επιστοιβάκτρια) [επιστοιβάζω] εργάτης ειδικός στην επιστοίβαση … Dictionary of Greek